- ὀρθοτίτθιος
- ὀρθο-τίτθιος, ον,A with outstanding breasts, Procop.Arc.10, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορθοτίτθιος — ὀρθοτίτθιος και ὀρθότιτθος, ον (ΑΜ) (για γυναίκα) αυτή τής οποίας οι μαστοί προεξέχουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + τίτθιος / τιτθος (< τίτθη «τροφός»), πρβλ. υπο τίτθιος / υπό τιτθος] … Dictionary of Greek
ὀρθοτίτθιος — with outstanding breasts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοτίτθιον — ὀρθοτίτθιος with outstanding breasts masc/fem acc sg ὀρθοτίτθιος with outstanding breasts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek